Πολίτᾳ

Πολίτᾳ
Πολίται , Πολίτης
citizen
masc nom/voc pl
Πολίτᾱͅ , Πολίτης
citizen
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πολίτα — Πολίτᾱ , Πολίτης citizen masc nom/voc/acc dual Πολίτης citizen masc voc sg Πολίτᾱ , Πολίτης citizen masc gen sg (doric aeolic) Πολίτης citizen masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολῖτα — πολίτης citizen masc voc sg πολίτης citizen masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτα — πολί̱τᾱ , πολίτης citizen masc nom/voc/acc dual πολί̱τᾱ , πολίτης citizen masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτᾳ — πολί̱τᾱͅ , πολίτης citizen masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολίτας — Πολίτᾱς , Πολίτης citizen masc acc pl Πολίτᾱς , Πολίτης citizen masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολίταν — Πολίτᾱν , Πολίτης citizen masc acc sg (epic doric aeolic) Πολίτης citizen masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • αλά — (λ. γαλλ.), τροπ. επίρρ. ομοιωματικό 1. όπως, σαν: Αγκινάρες αλά πολίτα. 2. φρ.: «Tο σκασε ή έφυγε αλά γαλλικά», έφυγε κρυφά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πολίται — Πολίτης citizen masc nom/voc pl Πολίτᾱͅ , Πολίτης citizen masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”